- τοσάπληγος
- -ον, Μαυτός που έχει δεχθεί τόσα πλήγματα, που έχει τιμωρηθεί τόσες φορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + -πληγος (< πληγή), πρβλ. δεκά-πληγος. Η μορφή τού α' συνθετικού είναι αναλογική προς τα: επτα-, δεκα-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.